τσιβί, το, ουσ. [<τουρκ. çivi], το καρφί, μεταλλικό ή ξύλινο: «αν βάλεις μόνο ένα τσιβί, θα ξεκαρφωθούν αμέσως οι σανίδες»·
- είναι τσιβί η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω ένα τσιβί, έχω ανειλημμένη υπέρογκη οικονομική υποχρέωση: «πρέπει οπωσδήποτε να βρω λεφτά, γιατί στο τέλος του μηνός έχω ένα τσιβί και δεν ξέρω πώς θα το καλύψω»·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, περνώ μεγάλες δυσκολίες, μεγάλες στενοχώριες, οικονομικές ή ψυχολογικές: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί έχω τσιβί στον κώλο μου || απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας μου, έχω τσιβί στον κώλο μου».